Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Πόρτες σφαλιστές




Ο γάμος είναι ένα πιθάρι γεμάτο ξύδι και μέλι. Έτσι έλεγε η μάνα μου.
Το μέλι είναι απ τη μέση και πάνω και το ξύδι απ τη μέση και κάτω. Η φυσική κι η χημεία δεν το θέλουν έτσι η ζωή όμως το θέλει.

Έτσι λοιπόν όσοι παντρεύονται αρχίζουν και τρώνε πρώτα το γλυκό μέλι και χωρίς να το καταλάβουν αρχίζουν σιγά σιγά να φθάνουν στον ξύδι…
Έρχονται και τα παιδιά κι εκεί όλοι –οι περισσότεροι δηλαδή- διαπιστώνουν πως οι προτεραιότητές τους άλλαξαν. Πάνω απ’όλα τα παιδιά!

Αμ δε!

Φιλαράκια μου παρ’ότι με γνωρίζετε από μέσα κι απ΄έξω υπάρχουν μπόλικα που δεν ξέρετε.

Σας έχω πει πως από πολύ μικρή δεν πιστεύω σε πολλά, παρά μονάχα στον εαυτό μου;
Δικαιώθηκα πάρα πολλές φορές όχι πως έχει και μεγάλη σημασία. Και το μόνο που νιώθω είναι ένα πικρό χαμόγελο.Γιατί θα ήθελα να ήταν αλλιώς.

Στην εποχή του ξυδιού λοιπόν, οι δικοί μου έχοντας ήδη δυο παιδιά, κι έχοντας χάσει δια παντός πια την γλυκειά γεύση του μελιού, μάλωναν διαρκώς. Τι μάλωναν δηλαδή, σκοτώνονταν για την ακρίβεια.
Ομηρικοί καυγάδες.

Κάποιο βράδυ η μητέρα μου έλειπε απ το σπίτι. Εγώ την γύρευα, την ήθελα. Φοβόμουν και τον νταή που είχα για πατέρα…και στην δική της αγκαλιά θα ήταν πιο σίγουρα και ζεστά.
Έπρεπε να την βρω. 
Ήμουν αρκετά μικρή έξι το πολύ επτά χρονών.
Πήγα στα σπίτια κανα δυο φιλενάδων της και δεν ήταν εκεί. Πλέον ήμουν πεπεισμένη που θα την βρω και βουρ για κει.
Από την σιδερένια πόρτα με το κρύσταλο φαίνονταν  φως και σιλουέτες ανθρώπων.
Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών και χτύπησα το κουδούνι. Τίποτα, άχνα. Προσεβλήθην πολύ, αφού ήταν μέσα γιατί δεν μου άνοιγαν!
Πονήρω εγώ είπα να πάω απ την πίσω πόρτα, αυτή που δρασκελούσα σχεδόν καθημερινά για να παίξω κούκλες με τα δυο αγόρια της φίλης της μαμάς μου και στη συνέχεια στρατιωτάκια για  να είμαστε και δίκαιοι.

Διπλαμπαρωμένη κι αυτή.

Θύμωσα, τα πήρα που λένε και σήμερα.Ξαναγύρισα στην κυρία είσοδο και κόλλησα απλά το δαχτυλάκι μου στο κουδούνι. Αν ήθελαν ας μην άνοιγαν…. (Σας έχω πει φαντάζομαι για το πείσμα μου).
Θέλοντας αλλά κυρίως μη θέλοντας άνοιξαν και είπα πως ψάχνω τη μαμά μου και τη θέλω. Κι ενώ άκουγα τη φωνή της και λαχταρούσα να πέσω στην αγκαλιά της, άκουσα την κυρία Μαρσώ να μου λέει πως δεν είναι εκεί και να φύγω να πάω σπίτι μου….και μού' κλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
Με κρεμασμένο το χέρι στο μπρούτζινο χερούλι, σχεδόν σωριάστηκα κι άρχισα να κλαίω. Πολύ πικρά δάκρυα ανέβλυζαν απ’ τα μάτια μου κι ακόμη πικρότερα απ την ψυχή μου.
Έφυγα, φοβόμουν και το σκοτάδι γιατί τότε έβγαινε ο μούμος! Δεν είχε κανένα νόημα πια.
Ακόμη βγαίνει αλλά δεν τον φοβάμαι πια.

Πέρασαν λίγες μέρες και μη βρίσκοντας ικανοποίηση στα όσα έκανε η «μητέρα» μου είπε χαιρέκακα.
Σε άκουγα που έκλαιγες σαν σκυλάκι έξω απ την πόρτα αλλά δεν βγήκα για να μάθεις…
Μάλιστα. Να μάθω τι! Πως με άλλον τα είχες αλλού ξέσπασες;

Το έμαθα. Άπαξ διαπαντός.

Έμαθα κι άλλα εκείνο το βράδυ. Πως δεν υπάρχει η λεγόμενη μητρική αγάπη. Κουραφέξαλα είναι αυτά. Θέμα ανθρώπου και ψυχικού κόσμου είναι. Το διαπίστωσα κι αργότερα αυτό.

Έμαθα να μην πιστεύω σε κανέναν και κυρίως δεν μπορούσα να πιστέψω αν μ’ αγαπάει κάποιος. Δεν πα να μου το΄ λεγε χίλιες φορές!
Μέσα μου χτυπούσαν καμπανάκια και μου έλεγαν, μην πιστεύεις τίποτα.

Το κακό είχε γίνει. Η εικόνα της μητέρας είχε θολώσει για πάντα και μαζί της πολλά άλλα.
Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Πέρασα και ξαναπέρασα απ αυτή την πόρτα.
Ακόμη σφαλισμένη είναι.
Σαν να την καταράστηκαν…..

Παρ όλα αυτά εγώ πιστεύω στην αγάπη και σε πολλά άλλα. Την αγάπη κι αυτά που νιώθω εγώ όμως.

Των άλλων θα είναι πάντα θολά ευάλωτα στο στο παραμικρό αεράκι...

Γιατί τα γράφω; 
Για να  μην τα ξεχάσω εγώ και μόνον.