Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Περί ονείρων





Την άποψή μου για τον Νοέμβριο σας την έχω ξανά πει.

Παλιομήνας.  Σαν αλάνι βρώμικο στην ψυχή και ξεδιάντροπο ένα πράμα…..
Λίγο του έμεινε ακόμη, αλλά πολλά μπορεί να κάνει.

Σαν κάτι ανθρωπάκια  που δεν έχουν μπέσα. Καλημέρα σου λένε και «α στα διάλα» εννοούν.

Εμείς υπομονή κάνουμε και θα κάνουμε.
Για άλλους μήνες πιο καλόβολους έστω και με τα νάζια τους.

Υπομονή θα κάνουμε και τ’ αστέρια θα κοιτάμε όταν θα ξεμυτούν, και τον ήλιο σαν τις γάτες καταχείμωνα θ’απολαμβάνουμε…

Και βόλτες θα πηγαίνουμε σε μέρη ήσυχα και τους ψιθύρους της φύσης θ’ ακούμε να μας λένε τα δικά τους..

Τις νύχτες θα ονειρευόμαστε και τα πρωϊνά θα βλαστημούμε που ξυπνήσαμε και χάσαμε την ομορφιά του ονείρου ή θα λέμε ευτυχώς που ξυπνήσαμε και τέλειωσε ο Εφιάλτης.

Όρεξη να χουμε…

Και τις κακοτοπιές ν’ αποφεύγουμε!

μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Διαπιστώσεις....



Θυμάστε τον λόφο που άλλαζε χρώματα;

Τον θαύμαζα σήμερα, εκ του μακρόθεν. Έτσι μόνον μπορώ να δω τις αλλαγές του.
Από κοντά, αδύνατον.

Ήταν σκούρος σήμερα παρά τις απεγνωσμένες του προσπάθειες να χαμογελάσει, παρά τα όσα μελίσσια του βάλανε για παρέα, ξανά, στις πλαγιές του.

Μου φάνηκε, πως σχεδόν έκλαιγε…μου φάνηκε λέω.

Ήταν και μουσκεμένος. Ως το κόκκαλο!
Κάποιες πλαγιές του ήταν ολόγιομες με φύλλα πολύχρωμα με χρώμα χρυσοκίτρινο. Αυτό το χρώμα που παίρνουν τα φύλλα των δέντρων λίγο πριν χαθούν για πάντα.
Κάποιες άλλες ολόγυμνες. Το χώμα μαύρο σχεδόν, φρεσκοοργωμένο.

Τίποτα δεν είναι ίδιο πιά.

Εκτεθειμένος πλέον σε ανέμους, καταιγίδες και χιονιάδες.
Άδειος από ζωή, έστω κι αν κάποιες απ αυτές ανασαίνουν μέσα του περιμένοντας ξανά σινιάλο για να ξυπνήσουν.

Βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή…

Τούτη την εποχή κάθε πρωϊ γίνεται άφαντος. Χέρι μαγικό τον ντύνει μ’ αόρατο πέπλο και τον κρύβει από ματιές αδιάκριτες.
Σαν να ντρέπεται…

Δεν αντέχει όμως κρυμμένος και με τις πρώτες ζεστές αχτίδες ενός ράθυμου χειμωνιάτικου ήλιο εμφανίζεται καμαρωτός καμαρωτός.

Και μοιάζει τόσο κοντινός μερικές φορές. Τόσο κοντινός που νομίζεις πώς να έτσι θα κάνεις με το χέρι σου και θα τον αγγίξεις.
Κι όσο απλώνεται το χέρι σου τόσο απομακρύνεται.

Δεν έχει και πολύ άδικο. 
Το από κοντά, αποκαλύπτει και τις ατέλειες. Νομοτελειακά.
Μονοπάτια δύσβατα κι απόμερα, κρυμμένα ποταμάκια, θολά σταυροδρόμια.
Απ αυτά που θα θελες να μην είχες βρεθεί ποτέ.…

Ο λόφος που αλλάζει χρώματα, είναι όμορφος. Και πολύ γοητευτικός.
Όμως δεν είναι απ’ τους λόφους που εμένα θα μου μείνει στην καρδιά.
Είναι απ’ τους λόφους που ξεχνιέται.

Άλλοι  λόφοι  μένουν για μέσα σ’ όλο σου το είναι.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Μέρες ανήλιαγες




Υπάρχουν κάποιες μέρες που θα ήθελες ολόψυχα να μην έχουν ξημερώσει ποτέ.

Ποτέ.

Το χειρότερο είναι ότι και να θες δεν μπορείς να τις ξεχάσεις. Σαν τα αρχέγονα κύτταρα που δεν ξεχνούν ποτέ…

Είναι αυτές οι μέρες που ο ήλιος ξεχνιέται αλλού.

Τον Νοέμβριο μήνα δεν τον συμπάθησα ποτέ. Δεν μ’ αρέσει το όνομά του, είναι υγρός αν και φαινομενικά ζεστός πολλές φορές και ύπουλα κρύος.
Το ήξερε ότι δεν τρέφω καλά συναισθήματα απέναντί του. Και μ’ εκδικήθηκε με όλη τη δύναμή του.

Θυμάμαι μια βραδιά σαν την αποψινή, πεσμένη κατάχαμα στο χαλί..Ο ουρανός σειόταν από βροντές κι οι αστραπές τον χώριζαν στα δύο κι άφηναν να φανεί το χάος.
Ήταν μια καταιγίδα ξαφνική που τίποτα δεν την προμήνυε.

Την θεώρησα σημαδιακή. Κάτι θα γινόταν εκείνο το βράδυ.
Δεν ήταν μια απλή καταιγίδα. Ήταν συνοδευτική συμφωνία μιας ψυχής που άφηνε τούτον τον κόσμο για έναν άλλον αν υπάρχει. Ας πούμε ότι υπάρχει έτσι για να παρηγορηθούμε.

Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Δεν ήταν μόνο η καταιγίδα. Ήταν και το σφίξιμο στην καρδιά και το τρέμουλο όλου του σώματος που ένιωθα.

Ήταν τέσσερις και μισή τα ξημερώματα. Περίπου όπως και τώρα.
Τότε ακριβώς ήταν που ένιωσα τον παντοτεινό κι αλγεινό αποχωρισμό.
Ίσως και ν’ ανέπνεε ακόμη ίσως το μόνιτορ να έδειχνε σημάδια ζωής αλλά είχε φύγει.

Ανεπιστρεπτί.

Διαμαρτυρόμενος μαζί με τις βροντές και τις αστραπές. Ήταν απ’ τους λίγους που γνώριζα που δεν ήθελε κι ούτε πίστεψε πως θα φύγει.

Εκείνη την βραδιά ένιωσα το «πάγωμα ψυχής». Ένα πελώριο κύμα ψύχους με πλημμύρισε.
Κατέκλυσε κάθε κύτταρό μου και το παρέλυσε.

Από τότε, κάθε βράδυ μα κάθε βράδυ την ίδια ακριβώς ώρα ανοίγω τα μάτια μου. Δίπλα μου το ρολόϊ δείχνει τέσσερις και μισή.
Κάθε φορά λέω, δεν είναι δυνατόν να έφυγε, μα στα πρώτα δύο επόμενα λεπτά η πραγματικότητα επιβεβαιώνεται.
Κάθε βράδυ και κάθε πρωϊ.

Ξέρω πως θα ζήσω μ’ αυτό. Ευτυχώς όχι για πολύ γιατί κι εγώ μεγαλώνω κι όλα είναι πιθανά.
Ξέρω πως μου χει θυμώσει. Του είπα ψέματα πως δεν θα πεθάνει ποτέ…
Και για κάποια άλλα….

Κι αν υπάρχει άλλη ζωή, που δεν θέλω, δεν με σώζει τίποτα όταν τον συναντήσω.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Ένα τσιγάρο δρόμος



Είχα λίγο πιεστεί, είχα δουλίτσα, είχε και ήλιο κατάλαμπρο κι είπα να το τολμήσω.

Τρίκαλα αγάπη μου.

Στενός και ανάμεσα σε συστάδες πανύψηλων λευκών, ο δρόμος, μια ευθεία γραμμή, γεμάτη αναμνήσεις.

Όταν ήμουν μικρή, Κυριακή σήμαινε και Τρίκαλα και γλυκό στο Αχίλλειο με θέα το ποτάμι.

Τον Ηλίθιο που λέγαμε μικρά. Τι μικρά δηλαδή, χρειάστηκε να μεγαλώσουμε πολύ για να καταλάβουμε ότι δεν το έλεγαν έτσι το ποταμάκι.

Μια πλάκα των μεγάλων που τη δέσαμε σαν κατσίκα στο χωράφι....

Τότε ή Τρίκαλα  η Παρίσι το ίδιο μου φαίνονταν.

Έφταιγε κι ο Σαράφης βλέπεις, όταν το ραδιόφωνο απ το πρωϊ ως το βράδυ έλεγε, "Σαράφης στο Λονδίνο, Σαράφης στο Παρίσι, Σαράφης ΚΑΙ στα Τρίκαλα"

Α χα χα !!!!!!

Έφτασα γρήγορα αργά το μεσημεράκι. Τότε που βγαίνουν οι ζεστές τοπικές χορτόπιτες και σου γαργαλάνε τα ρουθούνια...
Δεν γινόταν να μην γευτώ μία...Respect!

Respect και στο λούνγκο εσπρεσσάκι.

Έκανα την δουλίτσα μου, τίποτα το ιδιαίτερο και ξαφνικά μ' έπιασαν οι αναμνήσεις...κάποιες απ το δεξί χέρι και κάποιες απ τ' αριστερό και τραβολογούσαν πέρα δώθε.

Κατάλαβα πως ήταν ώρα να φύγω, γιατί  "κανείς δεν ήταν πια εκεί". Κι εκεί.

Είχα περάσει στην άλλη μεριά της πόλης. Απ την απέναντι μεριά του ποταμού.

Ξαναπέρασα το γεφύρι με το κεφάλι σκυφτό. Δεν ήθελα να το κοιτάξω.

Αλλά δεν άντεξα.

'Ερριξα το βλέμμα μου στο νερό. Έκανε κρακ η καρδιά μου.

Μυριάδες σκέψεις σηκώθηκαν απ το νερό σαν πουλιά και φτερούγιζαν δίπλα μου.

Ένα μόνο επιθυμούσα.

Αυτό που ήταν αδύνατον!