Θυμάστε τον λόφο που άλλαζε χρώματα;
Τον θαύμαζα σήμερα, εκ του μακρόθεν. Έτσι μόνον μπορώ να δω τις
αλλαγές του.
Από κοντά, αδύνατον.
Ήταν σκούρος σήμερα παρά τις απεγνωσμένες του προσπάθειες να
χαμογελάσει, παρά τα όσα μελίσσια του βάλανε για παρέα, ξανά, στις πλαγιές του.
Μου φάνηκε, πως σχεδόν έκλαιγε…μου φάνηκε λέω.
Ήταν και μουσκεμένος. Ως το κόκκαλο!
Κάποιες πλαγιές του ήταν ολόγιομες με φύλλα πολύχρωμα με
χρώμα χρυσοκίτρινο. Αυτό το χρώμα που παίρνουν τα φύλλα των δέντρων λίγο πριν
χαθούν για πάντα.
Κάποιες άλλες ολόγυμνες. Το χώμα μαύρο σχεδόν, φρεσκοοργωμένο.
Τίποτα δεν είναι ίδιο πιά.
Εκτεθειμένος πλέον σε ανέμους, καταιγίδες και χιονιάδες.
Άδειος από ζωή, έστω κι αν κάποιες απ αυτές ανασαίνουν μέσα
του περιμένοντας ξανά σινιάλο για να ξυπνήσουν.
Βρέχει πάντα τέτοιαν
εποχή…
Τούτη την εποχή κάθε πρωϊ γίνεται άφαντος. Χέρι μαγικό τον
ντύνει μ’ αόρατο πέπλο και τον κρύβει από ματιές αδιάκριτες.
Σαν να ντρέπεται…
Δεν αντέχει όμως κρυμμένος και με τις πρώτες ζεστές αχτίδες ενός
ράθυμου χειμωνιάτικου ήλιο εμφανίζεται καμαρωτός καμαρωτός.
Και μοιάζει τόσο κοντινός μερικές φορές. Τόσο κοντινός που
νομίζεις πώς να έτσι θα κάνεις με το χέρι σου και θα τον αγγίξεις.
Κι όσο απλώνεται το χέρι σου τόσο απομακρύνεται.
Δεν έχει και πολύ άδικο.
Το από κοντά, αποκαλύπτει και τις ατέλειες.
Νομοτελειακά.
Μονοπάτια δύσβατα κι απόμερα, κρυμμένα ποταμάκια, θολά σταυροδρόμια.
Απ αυτά που θα θελες να μην είχες βρεθεί ποτέ.…
Ο λόφος που αλλάζει χρώματα, είναι όμορφος. Και πολύ
γοητευτικός.
Όμως δεν είναι απ’ τους λόφους που εμένα θα μου μείνει στην
καρδιά.
Είναι απ’ τους λόφους που ξεχνιέται.
Άλλοι λόφοι μένουν για μέσα σ’ όλο σου το
είναι.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου