Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Μικρές ...παλιές ιστορίες




Έχω κέφια σήμερα.
Σαν να βγήκα από ανάποδο λήθαργο..ανοιξιάτικο και καλοκαιρινό μαζί.
Την ώρα που πολλοί ετοιμάζονται για την χειμερία τους νάρκη....

Σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα έφαγα τις φετούλες μου με βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο και βουρ για τσάρκες. 'Ωπου με βγάλει.

Υποχρεώσεις δεν έχω, ελεύθερη ήμουν κι είμαι πάντα γιατί όχι.

Οδηγώντας κι όχι περπατώντας αυτή τη φορά (μεγάλωσα λίγο ξέχασα να σας το πω ) στροβιλίζονταν οι σκέψεις στο μυαλό μου.

Γιατί γύρισα πίσω στην πόλη που γεννήθηκα. Τι κατά βάθος ψάχνω να βρω,

Αυτά που έχασα όταν οι άλλοι μ' άρπαξαν σαν γατί απ το σβέρκο να πάμε στα Αθήνας γιατί έτσι τους κάπνισε.

Μια εποχή που ήμουν τόσο καλά στον περιβάλλοντα χώρο μου, τους φίλους μου τα παιχνίδια μου, το κατακόκκινο γυαλιστερό ποδήλατό μου, ναι αυτό που το είχε βάλει στο μάτι ο αδελφός μου και μου το έπαιρνε ευκαιρίας δοθείσης .....και δεν είναι που το έπαιρνε είναι πως το έφερνε!!!!!!!!!!!
Και  λέω ευκαιρίας δοθείσης γιατί μόνον στο κρεββάτι μου δεν το έπαιρνα.

Μια φυγή που έμελλε ν' αλλάξει πολλά.

Αυτά θέλω να ξαναβρώ αν και γνωρίζω καλά πως τα περισσότερα υπάρχουν πια μόνον στις αναμνήσεις μου. Τις παιδικές και σχεδόν εφηβικές.

Έμενα στην οδό Κωλέττη. Στην αρχή προς το τέλος της, στο τέλος ...προς την αρχή της.

Μονοκατοικία σύμφωνα με τα πρότυπα της επαρχίας. Αυλή,πλυσταριό, αποθήκη, τουλουμπα Ω! πως με είχε εντυπωσιάσει αυτό το εργαλείο, πίσω πόρτα με μακρύ διάδρομο ανάμεσα σε παρτέρια με ολλανδικές τουλίπες και πρίμουλες και στο βάθος η αγαπημένη μου μουριά. και κυρία είσοδο μισή με σίδερο και η υπόλοιπη με κρύσταλλο που ήταν σχεδόν πάντα ραγισμένο απ τα "σουτ" των πιτσιρικάδων.
Η μουριά ήταν η καλύτερη φιλενάδα μου. Μόλις με ζόριζαν τσουπ σαν τον Μόγλη επάνω της.Κι όχι μόνη παρακαλώ παρέα με τη γάτα μου την Σίσσυ.

Τα πάντα γνώριζε η μουριά. Τα πάντα!!!!!

Δεν ξέρω πως την είχε δει η μάνα αλλά έδερνε.Χωρίς λύπηση. Μια σταλιά πράγμα κι ωέ κι αλοίμονό σου αν βρισκόσουν μπροστά της η δίπλα της όταν νευριαζε.

Χριστό δεν καταλάβαινε. Είχε όμως και τα καλά της.Πολλά καλά.


Στα παιδιά δεν αρέσουν τα περισσότερα φαγητά κι ούτε καταλαβαίνουν από πρέπει και δεν πρέπει και βιταμίνες,πρωτείνες κι άλλα τέτοια.

Η γεύση να τους ταιριάζει κι ας είναι και μακαρόνια και πατατούλες τηγανιτές μόνον.

Που ακούστηκε μικρό παιδί να πρέπει να φάει μελιτζάνες κοκκινιστές με κρέας!

Να φάει το κρέας το καταλαβαίνω,αλλά τις μελιτζάνες που μετά το βράσιμο έχουν γίνει μια ασύλληπτη μάζα από σπόρια και φλούδες υπόπικρες... δε λέει.

Σιγά το ατόπημα. Κι εγώ δεν τις έφαγα.

Άξιζα όμως ένα γερό χέρι ξύλο. Τόσο που....

Κι όταν γύρισε ο μπαμπάς μου(τότε ήταν ο μπαμπάς μου, αργότερα έγινε το τίποτα) εγώ στεκόμουν όρθια στο τραπέζι,

Με ρώτησε στην αρχή (δασκαλεμένο φυσικά) γιατί δεν έφαγα τις μελιτζάνες.
-Δεν σας αρέσουν οι μελιτζάνες δεσποινίς; (Να μην ξεχάσω να σας πω πως ήδη τους μιλούσαμε στον πλυθυντικό κατ απαίτησή τους

-Όχι, δεν μας αρέσουν. Απλά, κοφτά, κατανοητά. Χωρίς πολλά λόγια.
-Ε καλά λέει τότε ο μπαμπάκας και γιατί κλαίτε και είστε όρθια; Καθίστε δεσποινίς.

Έκλαιγα από οργή που αν δεν ήμουν μικρό παιδί ούτε που ξερω που θα είχε καταλήξει.Κι από πόνο.

Τότε ο πάνσοφος μπαμπάκας είπε.

Ξέρεις μικρή μου δεσποινίς κι εγώ όταν δεν έτρωγα το φαί μου η μαμά μου με μάλωνε.

Τίποτα απ αυτά δεν ήταν αλήθεια. Ούτε να φάνε είχανε για να μην τους αρέσει το φαγητό (πόλεμος γαρ) κι η μαμά του είχε βάψει μαύρο όλο το σπίτι της και πενθούσε τον άντρα της.

Αλλά σαν μπαμπάκας έπρεπε να κάνει το κήρυγμά του και να δικαιολογήσει την βαναυσότητα.


-Ναι αλλά σας έδειρε ποτέ τόσο πολύ που να σας φουσκώσει τον πισινό και να μην μπορείτε να κάτσετε; ε;

Απλή απάντηση, κατανοητή. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι απ τα παιδικά μάτια.

Αυτό το σπίτι δεν υπάρχει πια. Ούτε η μαμά ούτε ο μπαμπάκας. Ούτε καν ο αδελφός.

Ούτε και κανείς άλλος.

Ούτε μελιτζάνες τρώω.

Μέσα σε πολύ όμορφα υπάρχουν και ασχήμιες. Και αδικίες.

Έτσι για να κάνουν τη διαφορά.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου